„προίκα“: θηλυκό προίκα [ˈprika]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitgift, Aussteuer Mitgiftθηλυκό | Femininum, weiblich f προίκα χρήματα προίκα χρήματα Aussteuerθηλυκό | Femininum, weiblich f προίκα είδη σπιτιού προίκα είδη σπιτιού