„προάστιο“: ουδέτερο προάστιο [proˈastio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vorort, Vorstadt Vorortαρσενικό | Maskulinum, männlich m προάστιο Vorstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f προάστιο προάστιο