πρακτορείο
[praktoˈrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Agenturθηλυκό | Femininum, weiblich fπρακτορείοπρακτορείο
examples
- πρακτορείο δημοσίων σχέσεωνPR-Agenturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρακτορείο λαχείωνLottoannahmestelleθηλυκό | Femininum, weiblich fLottogeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πρακτορείο λεωφορείωνBusbahnhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples