„πουρμπουάρ“: ουδέτερο πουρμπουάρ [purbuˈar]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trinkgeld Trinkgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n πουρμπουάρ πουρμπουάρ