„ποταμόψαρο“: ουδέτερο ποταμόψαρο [potaˈmopsaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flussfisch Flussfischαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποταμόψαρο ποταμόψαρο