„ποσοτικός“ ποσοτικός [posotiˈkos], ποσοτική, ποσοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) quantitativ, mengenmäßig quantitativ, mengenmäßig ποσοτικός ποσοτικός