„πορτοκαλάδα“: θηλυκό πορτοκαλάδα [portokaˈlaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Orangenlimonade Orangenlimonadeθηλυκό | Femininum, weiblich f πορτοκαλάδα πορτοκαλάδα