πολύτιμος
[poˈlitimos], πολύτιμη, πολύτιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πολύτιμα έργα τέχνηςπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplKunstschätzeπληθυντικός | Plural pl
- πολύτιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich nWertgegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-