„πολυφαγία“: θηλυκό πολυφαγία [polifaˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fresserei Fressereiθηλυκό | Femininum, weiblich f πολυφαγία πολυφαγία