πολυσύχναστος
[poliˈsixnastos], πολυσύχναστη, πολυσύχναστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- belebtπολυσύχναστος δρόμοςπολυσύχναστος δρόμος
- überlaufenπολυσύχναστος μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτπολυσύχναστος μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ