πολυσήμαντος
[poliˈsimandos], πολυσήμαντη, πολυσήμαντοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mehrdeutig, vieldeutigπολυσήμαντοςπολυσήμαντος
Thank you for your feedback!