„πολυγαμία“: θηλυκό πολυγαμία [poliɣaˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Polygamie Polygamieθηλυκό | Femininum, weiblich f πολυγαμία πολυγαμία