„πολυέξοδος“ πολυέξοδος [poliˈeksoðos], πολυέξοδη, πολυέξοδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kostspielig kostspielig πολυέξοδος πολυέξοδος