„πολυάσχολος“ πολυάσχολος [poliˈasxolos], πολυάσχολη, πολυάσχολοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) viel beschäftigt viel beschäftigt πολυάσχολος πολυάσχολος