πολλαπλασιάζομαι
[polaplasiˈazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich fortpflanzenπολλαπλασιάζομαι βοτανική | Botanikβοτπολλαπλασιάζομαι βοτανική | Botanikβοτ