„πολιτογράφηση“: θηλυκό πολιτογράφηση [politoˈɣrafisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einbürgerung Einbürgerungθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτογράφηση πολιτογράφηση