ποικιλόμορφος
[pikjiˈlomorfos], ποικιλόμορφη, ποικιλόμορφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abwechslungsreichποικιλόμορφοςποικιλόμορφος
Thank you for your feedback!