„ποδαράκι“: ουδέτερο ποδαράκι [poðaˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Füßchen Füßchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ποδαράκι ποδαράκι