„ποίμνιο“: ουδέτερο ποίμνιο [ˈpimɲo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gemeinde Gemeindeθηλυκό | Femininum, weiblich f ποίμνιο θρησκεία | Religionθρησκ ποίμνιο θρησκεία | Religionθρησκ