„πνέω“: αμετάβατο ρήμα πνέω [ˈpneo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <έπνευσα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wehen, blasen wehen, blasen πνέω άνεμος πνέω άνεμος