„πλησιέστερος“ πλησιέστερος [plisiˈesteros], πλησιέστερη, πλησιέστεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nächstgelegen nächstgelegen πλησιέστερος πλησιέστερος examples το πλησιέστερο φαρμακείο die nächste Apotheke το πλησιέστερο φαρμακείο