„πλησίον“: αρσενικό πλησίον [pliˈsion]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nächste Nächste(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πλησίον πλησίον