πλημύρα
[pliˈmira]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überschwemmungθηλυκό | Femininum, weiblich fπλημύραÜberflutungθηλυκό | Femininum, weiblich fπλημύραπλημύρα
- Hochwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλημύραπλημύρα
- Flutθηλυκό | Femininum, weiblich fπλημύρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπλημύρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ