„πληγώνω“: μεταβατικό ρήμα πληγώνω [pliˈɣono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verletzen, verwunden, verletzen verletzen, verwunden πληγώνω πληγώνω verletzen πληγώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πληγώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ