πλακόστρωση
[plaˈkostrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fliesen(legen)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλακόστρωσηPflasterungθηλυκό | Femininum, weiblich fπλακόστρωσηπλακόστρωση