„πλαγιά“: θηλυκό πλαγιά [plaˈja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abhang, Bergwand Abhangαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλαγιά πλαγιά Bergwandθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαγιά απότομη πλαγιά απότομη