πλήγμα
[ˈpliɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλήγμαπλήγμα
examples
- πλήγμα της μοίραςSchicksalsschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m