„πλάνη“: θηλυκό πλάνη [ˈplani]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Irrtum Irrtumαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλάνη σφάλμα πλάνη σφάλμα
„πλάνη“: θηλυκό πλάνη [ˈplani]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hobel Hobelαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλάνη εργαλείο πλάνη εργαλείο