„πιτυρίδα“: θηλυκό πιτυρίδα [pitiˈriða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schuppen (Kopf-)Schuppenπληθυντικός | Plural pl πιτυρίδα πιτυρίδα