πιστοποιημένος
[pistopiiˈmenos], πιστοποιημένη, πιστοποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beglaubigtπιστοποιημένοςπιστοποιημένος
Thank you for your feedback!