„πιστολάκι“: ουδέτερο πιστολάκι [pistoˈlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haartrockner Haartrocknerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιστολάκι πιστολάκι