πιρούνι
[piˈruni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gabelθηλυκό | Femininum, weiblich fπιρούνιπιρούνι
examples
- πιρούνι γλυκούDessertgabelθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιρούνι σαλάταςSalatgabelθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιρούνι του γλυκούKuchengabelθηλυκό | Femininum, weiblich f