„πιπί“: ουδέτερο πιπί [piˈpi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pipi Pipiουδέτερο | Neutrum, sächlich n πιπί πιπί examples κάνω πιπί Pipi machen κάνω πιπί