„πικνίκ“: ουδέτερο πικνίκ [pikˈnik]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Picknick Picknickουδέτερο | Neutrum, sächlich n πικνίκ πικνίκ examples κάνω πικνίκ Picknick machen, picknicken κάνω πικνίκ