„πηλίκιο“: ουδέτερο πηλίκιο [piˈlikjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schirmmütze Schirmmützeθηλυκό | Femininum, weiblich f πηλίκιο πηλίκιο