„πετρελαιοκηλίδα“: θηλυκό πετρελαιοκηλίδα [petreleokjiˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Öllache, Ölteppich Öllacheθηλυκό | Femininum, weiblich f πετρελαιοκηλίδα Ölteppichαρσενικό | Maskulinum, männlich m πετρελαιοκηλίδα πετρελαιοκηλίδα