περισυλλέγω
[perisiˈleɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-νέλεξα; -λλέχτηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufsammelnπερισυλλέγω μαζεύωπερισυλλέγω μαζεύω
- aufnehmenπερισυλλέγω παρέχω άσυλοπερισυλλέγω παρέχω άσυλο
- bergenπερισυλλέγω θύματα, νεκρούςπερισυλλέγω θύματα, νεκρούς
- rettenπερισυλλέγω θύματαπερισυλλέγω θύματα