περιπολικό
[peripoliˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Streifenwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριπολικόπεριπολικό
examples
- περιπολικό σκάφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nPatrouillenbootουδέτερο | Neutrum, sächlich n