„περιπλοκάδα“: θηλυκό περιπλοκάδα [periploˈkaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlingpflanze Schlingpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f περιπλοκάδα περιπλοκάδα