περιορίζω
[perioˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- begrenzenπεριορίζω περικλείω σε όριαπεριορίζω περικλείω σε όρια
- einschränken, beschränkenπεριορίζω ελαττώνωπεριορίζω ελαττώνω
- einengenπεριορίζω βάζω περιορισμούςπεριορίζω βάζω περιορισμούς
- zügelnπεριορίζω χαλιναγωγώπεριορίζω χαλιναγωγώ
- einsperrenπεριορίζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπεριορίζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ