περιορίζομαι
[perioˈrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich beschränken (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)περιορίζομαι αρκούμαιπεριορίζομαι αρκούμαι