περίφημος
[peˈrifimos], περίφημη, περίφημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- berühmtπερίφημος ξακουστόςπερίφημος ξακουστός
- fantastischπερίφημος θαυμάσιοςπερίφημος θαυμάσιος