„περίσκεψη“: θηλυκό περίσκεψη [peˈriskjepsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umsicht Umsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f περίσκεψη περίσκεψη