„περίγειο“: ουδέτερο περίγειο [peˈrijio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erdnähe Erdnäheθηλυκό | Femininum, weiblich f περίγειο αστρονομία | Astronomieαστρον περίγειο αστρονομία | Astronomieαστρον