πεπρωμένο
[peproˈmeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schicksalουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεπρωμένοVerhängnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεπρωμένοπεπρωμένο