„πεπερασμένος“ πεπερασμένος [peperazˈmenos], πεπερασμένη, πεπερασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) begrenzt begrenzt πεπερασμένος πεπερασμένος