„πεντακάθαρος“ πεντακάθαρος [pendaˈkaθaros], πεντακάθαρη, πεντακάθαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) blitzsauber blitzsauber πεντακάθαρος πεντακάθαρος