„πενηντάρικο“: ουδέτερο πενηντάρικο [peninˈdariko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fünfziger Fünfzigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πενηντάρικο πενηντάρικο