„πελεκώ“: μεταβατικό ρήμα πελεκώ [peleˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einmeißeln, zuhauen einmeißeln πελεκώ πελεκώ zuhauen πελεκώ κορμό ξύλου πελεκώ κορμό ξύλου