πειστικός
[pistiˈkos], πειστική, πειστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- überzeugend, zwingendπειστικόςπειστικός
- handfestπειστικός ψέμαπειστικός ψέμα
Thank you for your feedback!